Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Η εγκυμοσύνη των εργαζομένων γυναικών

Η εγκυμοσύνη των εργαζομένων γυναικών δεν αποτελεί ασθένεια αλλά ειδικά προστατευόμενο από το Νόμο ενιαίο γεγονός αδυναμίας παροχής της εργασίας τους και γι' αυτό επιδοτούνται.

Το ειδικό καθεστώς προστασίας της εργασίας των γυναικών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους και κατά τους πρώτους μήνες μετά τον τοκετό, έχει θεσμοθετηθεί στη Χώρα μας, όπως και στις περισσότερες χώρες του πολιτισμένου κόσμου, με βάση δύο βασικές αλλά ταυτόχρονα και διαφορετικές αρχές. Η πρώτη που έχει σχέση με τη βιολογία του γυναικείου οργανισμού, εδράζεται στην ανάγκη στήριξης της εργαζομένης γυναίκας, αφενός όσο χρόνο διαρκεί η κυοφορία, (συνήθως 9 μήνες) και αφετέρου κατά το χρόνο που διαρκεί η αναγκαία αποκατάσταση του οργανισμού της (συνήθως 2 μήνες), που καλείται χρόνος λοχείας. Η δεύτερη από τις αρχές αυτές συσχετίζεται με την εξασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων γυναικών έναντι των ανδρών συναδέλφων τους και αποσκοπεί στον περιορισμό της απαξίωσης των γυναικών αυτών στην εργασία τους, λόγω των ενδεχομένων προβλημάτων του χρόνου της εγκυμοσύνης τους ή της εν συνεχεία μητρότητάς τους.
Έτσι στη Χώρα μας, για τις εργαζόμενες, για όσους μήνες διαρκεί η εγκυμοσύνη τους και στη συνέχεια η ειδική κατάσταση της λοχείας τους, έχουν θεσμοθετηθεί ορισμένα μέτρα όπως η απαγόρευση άσκησης κάποιων βαρειών εργασιών και της εργασίας τους κατά τη νύκτα (Π.Δ. 176/1997), η απαγόρευση καταγγελίας των αορίστου χρόνου συμβάσεών τους κατά το χρόνο της κυοφορίας τους και για κάποιο χρονικό διάστημα μετά τον τοκετό (σήμερα 18 μήνες με βάση το άρθρο 38 του Ν. 3996/2011), η χορήγηση πρόσθετης άδειας μητρότητας μέχρι έξη (6) μήνες την οποία επιδοτεί αποκλειστικά το ασφαλιστικό σύστημα (ΟΑΕΔ) σύμφωνα με το άρθρο 142 Ν. 3655/2008), η άδεια απουσίας από την  εργασία επί 17, σήμερα, εβδομάδες πριν και μετά τον τοκετό (Ν. 1302/1982 και ΕΓΣΣΕ 2000). Οι αποδοχές για το διάστημα των 17 εβδομάδων καταβάλλονται αρχικά μεν, για ένα μήνα (ή για 15 ημέρες για εργαζόμενες λιγότερες από ένα (1) χρόνο στον ίδιο εργοδότη, σύμφωνα με το άρθρο 658 ΑΚ) από τον εργοδότη, και στη συνέχεια από το ασφαλιστικό σύστημα ΙΚΑ-ΟΑΕΔ, με τη μορφή χρηματικών παροχών με βάση τους ειδικούς ασφαλιστικούς νόμους που προβλέπουν παροχές σε χρήμα για την περίπτωση της εγκυμοσύνης και της μητρότητας μόνο και όχι και της κοινής ασθένειας (βλ. Άρθρο 39 ΑΝ 1846/1951, όπως ισχύει σήμερα με τα άρθρα 14 του Ν. 1646/1984 και 2 του Ν. 1759/1988, για τις παροχές ασθενείας του ΙΚΑ, όπως ισχύουν σήμερα μετά το άρθρο 11 του Ν. 2874/2000, και άρθρο 3 του Κανονισμού Συμπληρωματικών Αποδοχών Μητρότητας ΟΑΕΔ του Π.Δ. 776/1977 και του Π.Δ. 221/1997) αφού οι δύο αυτές ειδικές καταστάσεις αδυναμίας παροχής εργασίας των γυναικών, της εγκυμοσύνης-λοχείας αφενός και της κοινής ασθένειας ή του ατυχήματος αφετέρου, αντιμετωπίζονται από την ασφαλιστική μας νομοθεσία ειδικά και διαφορετικά.
Σύμφωνα δε και με την αριθμ. 431/2010 Γνωμοδότηση του ΝΣΚ, η αξίωση για την επιδότηση μητρότητας από το ΙΚΑ θα πρέπει να στηρίζεται στο πραγματικό γεγονός του τοκετού και να μην εξαρτάται από τη χρονική διάρκεια της εγκυμοσύνης ή από άλλο γεγονός, οι δε ημέρες επιδότησης λόγω κυοφορίας και λοχείας, δηλαδή ο συνολικός χρόνος επιδότησης για τη μητρότητα με την ισχύουσα σήμερα νομοθεσία, να μην υπολείπεται των 119 ημερών, στοιχεία που δεν υπάρχουν αν το κώλυμα εργασίας οφείλεται σε κοινή ασθένεια.
Όπως είναι εξ άλλου γνωστό, επειδή ούτε στο άρθρο 657 του ΑΚ ούτε σε άλλη σχετική διάταξη αναφέρονται περιοριστικά ποια γεγονότα μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν σπουδαίο λόγο και ανυπαίτιο κώλυμαεργασίας κατά την έννοια της διάταξης αυτής του Α.Κ., που να δικαιολογούν την καταβολή των αποδοχών στους εργαζομένους γενικά κατά το χρόνο διαρκείας τους, το θέμα αυτό από τους θεωρητικούς και τη νομολογία των δικαστηρίων έχει καθορισθεί ποια κυρίως και συνήθως γεγονότα εντάσσονται στην έννοια του σπουδαίου λόγου και για τα οποία, αν συμβούν, οφείλονται οι αποδοχές στους εργαζομένους οι οποίοι ένεκα αυτών εμποδίζονται να εργασθούν (βλ. αντί άλλων Καρακατσάνη, μελέτη του στην Ε.Εργ.Δ. 1976 σελ. 189, Αβ. Καραλή, μελέτη του στο ΔΕΝ 1983 σελ. 1065, Δ. Δελαπόρτα μελέτη του στο ΔΕΝ 1981 σελ. 49, Έγγραφο Υπ. Εργασίας 6790/1975, και τις αποφάσεις των δικαστηρίων, που έκριναν επί συγκεκριμένων υποθέσεων κατά καιρούς Α.Π. 2041/1984, Α.Π. 1012/1972, Α.Π. 378/1965, Α.Π. 152/1960, Γνωμοδότηση ΝΣΚ 303/1961 κ.λπ.). Έτσι όλοι, θεωρητικοί και νομολογία, που ασχολήθηκαν με το θέμα αυτό συμφωνούν ότι ως σπουδαίοι λόγοι που κωλύουν τον μισθωτό να εργασθεί είναι: α) η ανυπαίτια ασθένεια, β) ο θάνατος και η βαρεία ασθένεια στενού συγγενούς του εργαζομένου, γ) η επιστράτευση ή η κλήση στα όπλα των εφέδρων για μετεκπαίδευση, δ) η κλήση του μισθωτού ως μάρτυρα ποινικής δίκης ή ως ενόρκου, ε) η άσκηση από τον εργαζόμενο του εκλογικού δικαιώματος, στ) ο γάμος του εργαζομένου (αν και δεν είναι ανυπαίτιος!) κ.λπ. Παρότι δε με τις διατάξεις αυτές του Α.Κ., που υποχρεώνουν τον εργοδότη να καταβάλλει αποδοχές για κάποιο χρονικό διάστημα (15 ημέρες ή ένα μήνα αναλόγως του χρόνου εργασίας του εργαζομένου στην επιχείρησή του) στον εργαζόμενο που δεν παρέχει την εργασία του, γίνεται λόγος για ανυπαίτια αδυναμία εκ μέρους του, δηλαδή για αδυναμία που προήλθε χωρίς τη θέλησή του, ωστόσο ως κώλυμα παροχής εργασίας, κατά τη διάρκεια του οποίου ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει επίσης αποδοχές, καίτοι δεν κρίνεται ανυπαίτιο, θεωρείται γενικά από όλες τις πλευρές όλη η διάρκεια της εγκυμοσύνης των γυναικών, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου του τοκετού και της λοχείας τους. Η άποψη αυτή εδράζεται κυρίως στις παρ. 5 και 6 του άρθρου 3 του Ν. 1302/1982 με βάση τις οποίες αν η αδυναμία των γυναικών αυτών να εργασθούν πριν τη λήψη της αδείας κυοφορίας ή μετά τη λήξη της αδείας λοχείας, οφείλεται στην εγκυμοσύνη τους ή στον τοκετό τους, πρέπει να χορηγείται προγενέθλια ή μεταγενέθλια αντίστοιχα άδεια, και όχι άδεια ασθενείας πέραν της αδείας του άρθρου 3 του νόμου αυτού (σήμερα άδεια κυοφορίας και λοχείας των 17 εβδομάδων).
Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 39 του ΑΝ 1846/1951 και τις διατάξεις των άρθρων 35-36 του Κανονισμού Ασθενείας του ΙΚΑ, το επίδομα κυοφορίας αρχίζει να καταβάλλεται από την πρώτη ημέρα της βεβαιουμένης από τα όργανα του ΙΚΑ τελευταίας περιόδου της εγκυμοσύνης των εννέα (9) εβδομάδων, ενώ το επίδομα λοχείας αρχίζει από την ημέρα του τοκετού και συνεχίζει να καταβάλλεται μέχρις να συμπληρωθούν οι οκτώ (8) εβδομάδες της περιόδου λοχείας, προϋποθέσεις που δεν ισχύουν στην περίπτωση της αποχής από την εργασία τους λόγω ασθενείας.
Συνέπεια όλων των παραπάνω είναι ότι: α) η κοινή ασθένεια ως κώλυμα παροχής εργασίας αντιμετωπίζεται από τη θεωρία, τη νομολογία και την ασφαλιστική νομοθεσία ως ένα χωριστό κώλυμα από κάθε άλλο σπουδαίο λόγο και η αποχή των εργαζομένων εξ αιτίας της επιδοτείται από τον εργοδότη και το ΙΚΑ και β) το κώλυμα της εγκυμοσύνης στο σύνολό της για τους εννέα (9) συνήθως μήνες που διαρκεί αυτή και επί πλέον των δύο (2) μηνών της περιόδου λοχείας της τεκούσης, θεωρείται ως ένα ενιαίο, διαφορετικό από την ασθένεια, και όχι ανυπαίτιο κώλυμα εργασίας, που επιδοτείται ειδικά και όχι επειδή θεωρείται ασθένεια, γ) για το κώλυμα της κυοφορίας, του τοκετού και της λοχείας οι ασφαλιστικοί οργανισμοί ΙΚΑ και ΟΑΕΔ, χορηγούν ειδική παροχή σε χρήμα στις εργαζόμενες που έχουν συμπληρώσει ορισμένες ασφαλιστικές, διαφορετικές από την επιδότηση ασθενείας, προϋποθέσεις, που ονομάζεται "παροχές μητρότητας" και όχι επίδομα ασθενείας και δ) ο εργοδότης που έχει εξαντλήσει την υποχρέωσή του από τα άρθρα 657 και 658 του ΑΚ όχι μόνο για το συγκεκριμένο εργασιακό έτος αλλά και για το επόμενο, αν συνεχίζεται στο επόμενο εργασιακό έτος το ίδιο κώλυμα ή άλλο κώλυμα που έχει την ίδια όμως αιτία με το πρώτο, όπως π.χ. από προβλήματα της εγκυμοσύνης, του τοκετού ή της λοχείας, δεν έχει υποχρέωση να καταβάλει πάλι για δεύτερη φορά στην περίοδο του ίδιου κωλύματος αποδοχές στην εργαζομένη, αφού η κατάσταση της εγκυμοσύνης των γυναικών είναι μια και ενιαία για τους μήνες που διαρκεί αυτή και η λοχεία τους μετά τον τοκετό.
Εξ άλλου η εγκυμοσύνη και ιατρικώς δεν θεωρείται ούτε αντιμετωπίζεται ως ασθένεια, παρότι μπορεί να προκαλέσει αδυναμία παροχής της εργασίας της εγκυμονούσας για την οποία αδυναμία καταβλήθηκαν από τον εργοδότη αποδοχές των άρθρων 657-658 ΑΚ μέσα στο έτος και έτσι δεν δημιουργείται υποχρέωσή του καταβολής εκ νέου αποδοχών για το ίδιο κώλυμα και για το νέο τυχόν εργασιακό έτος που διανύει η λεχώνα (βλ. ad hoc Α.Π. 1012/1972), ενώ ο ΟΑΕΔ υποχρεούται να καταβάλλει τις παροχές μητρότητας αφού ο εργοδότης έχει εξαντλήσει την εφάπαξ υποχρέωσή του προς την δικαιούχο ασφαλισμένη του Οργανισμού αυτού.
Ύστερα από τα παραπάνω τίθεται επιτακτικά το ερώτημα για το πόσο δικαιολογημένη και επίκαιρη είναι η αλλαγή της θέσης της αρμόδιας διεύθυνσης του Υπουργείου Εργασίας που εκφράσθηκε με το αριθμ. 6731/229/10.4.2012 έγγραφό της για το κρινόμενο ζήτημα και η εν συνεχεία αυτής τροποποίηση των προϋποθέσεων καταβολής του επιδόματος μητρότητας του ΟΑΕΔ, που προέκυψε με την αριθμ. Β 116973/17.6.2012 Εγκύκλιο Οδηγία του προς τις περιφερειακές του Υπηρεσίες, αφού η αλλαγή αυτή στο καθεστώς που ίσχυε μέχρι τον Ιούνιο του προηγούμενου έτους έχει δημιουργήσει σοβαρούς προβληματισμούς και ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν. Αν όμως η αλλαγή στο καθεστώς αυτό πρέπει να ισχύσει κατά την άποψη του Υπουργείου Εργασίας, απαιτείται νομοθετική κάλυψη και δεν αρκεί η διατύπωση γνώμης με απλό έγγραφο ή εγκύκλιο οδηγία των αρμοδίων Υπηρεσιών. Τούτο δε επιβάλλεται ιδιαίτερα επειδή επί του θέματος αυτού, τόσο η ίδια Υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας με το αριθμ. 2549/10.10.1988 γενικό έγγραφό της, όσο και η διοίκηση του ΟΑΕΔ με την αριθμ. 119986/6.12.1988 Εγκύκλιο Οδηγία της προς τις τοπικές Υπηρεσίες του για ομοιόμορφη εφαρμογή, που εφαρμόζονταν μέχρι τον Ιούνιο του περασμένου έτους, είχαν λάβει τη σαφή θέση και εφάρμοζαν στην πράξη την άποψη ότι η αποχή από την εργασία τους των γυναικών που εγκυμονούν λόγω προβλημάτων της εγκυμοσύνης τους και η εν συνεχεία αποχής τους λόγω της αδείας κυοφορίας και λοχείας τους, αποτελεί ένα και ενιαίο κώλυμα που οφείλεται στην εγκυμοσύνη των γυναικών και ο εργοδότης δεν υποχρεούται στην καταβολή σ' αυτές νέων αποδοχών των άρθρων 657 και 658 ΑΚ, αν όταν έλαβαν την ειδική άδεια εγκυμοσύνης και λοχείας των τελευταίων 17 εβδομάδων, για την οποίο επιδοτούνται από τον ΟΑΕΔ με το επίδομα μητρότητας, εισήλθαν σε νέο εργασιακό έτος.
Οι θέσεις αυτές στηρίζονταν τόσο στις απόψεις που είχαν διατυπώσει θεωρητικοί του δικαίου της εργασίας (βλ. Καρακατσάνη - Εργατικό δίκαιο τόμος Α' σελ. 189 κ.λπ.), και δέχονταν και τα δικαστήριά μας (βλ. Α.Π. 2041/1984), και είχαν ως συνέπεια να έχει καθιερωθεί στην πρακτική ότι: α) Αν ο εργοδότης έχει εκπληρώσει την υποχρέωσή του που απορρέει από τα άρθρα 657 και 658 του ΑΚ κατά τη διάρκεια του εργασιακού έτους που είχε συμπληρωθεί και άρχιζε νέο όταν χορηγήθηκε η άδεια κυοφορίας της εργαζομένης, να μη οφείλει μισθούς εκ νέου για το εργασιακό έτος που άρχισε κατά την κυοφορία ή λοχεία της εργαζομένης. β) Ο ΟΑΕΔ είχε αναλάβει την υποχρέωση και κατέβαλλε επί σειρά ετών στις εργαζόμενες αυτές τις παροχές μητρότητας που προβλέπονται από τις καταστατικές του διατάξεις. γ) Εγίνετο πάγια δεκτό ότι αν ο εργοδότης έχει καταβάλει ήδη μέρος των αποδοχών αυτών (του ενός μηνός ή των 15 ημερών κατά περίπτωση) σε δικαιούχο κατά τη διάρκεια του εργασιακού της έτους κατά το οποίο απείχε από την εργασία της λόγω των προβλημάτων της εγκυμοσύνης της, μετά την αλλαγή του εργασιακού της έτους ώφειλε να καταβάλει μόνο τις αποδοχές των ημερών που υπολείπονται για τη συμπλήρωση του μήνα ή των 15 ημερών κατά περίπτωση, και δ) Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζονταν μέχρι την παραπάνω αλλαγή της θέσης των Υπηρεσιών αυτών και κάθε άλλη περίπτωση αδυναμίας παροχής της εργασίας των γυναικών αυτών που προηγείτο ή έπονταν της κυοφορίας ή της λοχείας που οφείλονταν σ' αυτή, εκτός αν επρόκειτο για αυταπόδεικτη περίπτωση αδυναμίας παροχής της εργασίας τους λόγω κοινής νόσου ή ατυχήματος.
Το ότι η θέση επί του ζητήματος αυτού, η οποία είχε διατυπωθεί με τα προηγούμενα έγγραφα των αρμοδίων Υπηρεσιών του έτους 1988 και ετηρείτο μόνιμα επί σειρά ετών, ήταν η πλέον αντικειμενική και συμβατή με το σκοπό για τον οποίο η Πολιτεία είχε καθιερώσει το θεσμό αυτό με την ψήφιση τόσο του Α.Κ. όσο και σύγχρονα με το Ν. 1302/1982, σε αντίθεση με τη διατυπουμένη σήμερα νεώτερη θέση τους, (η οποία να σημειωθεί ότι δεν εδράζεται ούτε σε νεότερο νόμο, ούτε σε αλλαγή της επί των θεμάτων αυτών νομολογίας των δικαστηρίων, ούτε ακόμη σε κάποια αλλαγή όρου συλλογικών συμφωνιών των κοινωνικών εταίρων ή ανάγκη προσαρμογής σε Κοινοτικές ή άλλες Οδηγίες), αποδεικνύεται τόσο από το νόμο όσο και από τις θέσεις των θεωρικών και της νομολογίας που αναφέρθηκαν παραπάνω και που μπορούν να οδηγήσουν στη σωστή κοινωνικά και εργασιακά αντιμετώπιση του προβλήματος.

Από το Χρήστο Καρατζά, Νομικό-Εργατολόγο     αναρτήθηκε από Μ. Ποντικάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου